Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ομολογία πίστεως

См. также в других словарях:

  • ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το …   Dictionary of Greek

  • ομολογία — η 1. η αποδοχή ενοχής, συμφωνία, συναίνεση, παραδοχή: Κατά γενική ομολογία το έργο ήταν ωραίο. 2. φρ., «ομολογία πίστεως», αποδοχή ορισμένου θρησκευτικού δόγματος. 3. (οικον.), γραφτός πιστωτικός τίτλος, που δείχνει πως ο κάτοχος δάνεισε στο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σύμβολο — το / σύμβολον, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύμβολον και σύββολον Α 1. παραστατικό σημείο, έμψυχο ον ή πράγμα που αντιπροσωπεύει κατά σύμβαση ορισμένη έννοια, τής οποίας αποτελεί την εικόνα, το χαρακτηριστικό γνώρισμα, το έμβλημα (α. «ο σταυρός είναι το… …   Dictionary of Greek

  • άρειος — I (Λιβύη περ. 260 μ.Χ. – 336 μ.Χ.). Θεολόγος και κληρικός, ιδρυτής της αίρεσης του αρειανισμού. Σπούδασε στην Αντιόχεια αρχικά, όπου υπήρξε μαθητής του Λουκιανού, και στη συνέχεια στη Σχολή της Αλεξάνδρειας. Στην Αλεξάνδρεια συνδέθηκε με τον… …   Dictionary of Greek

  • Каирис, Теофилос — Теофилос Каирис Теофилос Каирис (греч. Θεόφιλος Καΐρης, 19 октября …   Википедия

  • Λιβαδηνός, Ανδρέας — (14ος αι.). Βυζαντινός λόγιος. Άκμασε στην Τραπεζούντα, πρωτεύουσα των Μεγάλων Κομνηνών, παραμένοντας εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα: από τα χρόνια της βασιλείας του Βασιλείου του Μεγάλου Κομνηνού (1332 40) μέχρι την αυτοκρατορική περίοδο του… …   Dictionary of Greek

  • ИЛАРИОН КИГАЛАС — [греч. ῾Ιλαρίων Κιγάλας] (4.10.1624, Никосия 1681 или 1682, К поль), архиеп. Кипрский (1674 1679). Сын священника и переводчика Матфея Кигаласа. Родители крестили его с именем Иероним в мон ре Агия Напа (ныне в центре г. Айия Напа). В 11 лет он… …   Православная энциклопедия

  • Homolŏgie — (v. gr.), 1) Bei , Zu , Übereinstimmung; 2) bei den Stoikern Übereinstimmung mit der Natur; 3) in der Griechisch katholischen Kirche so v.w. Confessio, Symbol od. kirchliche Bekenntnißschrift; das Hauptsymbol ist die von Petrus Mogilas 1640… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • ВАСИЛИЙ ВЕЛИКИЙ — [греч. Βασίλειος ὁ Μέγας] (329/30, г. Кесария Каппадокийская (совр. Кайсери, Турция) или г. Неокесария Понтийская (совр. Никсар, Турция) 1.01.379, г. Кесария Каппадокийская), свт. (пам. 1 янв., 30 янв. в Соборе 3 вселенских учителей и святителей; …   Православная энциклопедия

  • Griechische Kirche — (Griechisch. Katholische Kirche, Morgenländische od. Orientalische Kirche), der Theil der Christenheit, welcher bei den, im ehemaligen Griechischen Kaiserthum erhaltenen, seit dem 5. Jahrh. eigenthümlich modificirten Dogmen, Gebräuchen u.… …   Pierer's Universal-Lexikon

  • ДОСИФЕЙ II НОТАРА — [греч. Ϫοσίθεος Νοταρᾶς] (31.05.1641, сел. Арахова (совр. Эксохи, ном Ахея, Греция) 7.02.1707, К поль), патриарх Иерусалимский (1669 1707). Жизнь Род. в семье торговца Николая Скарпета, утверждавшего свое происхождение от к польской фамилии… …   Православная энциклопедия

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»